ζοχαδιακός

ζοχαδιακός
η и ιά, ο
1) геморройный; 2) строптивый, своенравный, упрямый; раздражительный; 3) надоедливый, назойливый; занудливый (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ζοχαδιακός" в других словарях:

  • ζοχαδιακός — ή, ό 1. εκείνος που πάσχει από αιμορροΐδες. 2. δύστροπος: Ζοχαδιακός άνθρωπος, οργή Θεού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζοχαδιακός — ή, ό [ζοχάδα] 1. αυτός που υποφέρει από ζοχάδες, αιμορροΐδες, ο αιμορροϊδικός 2. ιδιότροπος, δύστροπος, νευρικός, γκρινιάρης, μίζερος …   Dictionary of Greek

  • ζοχάδα — η και πληθ. ζοχάδες, οι 1. αιμορροΐδα* 2. ιδιοτροπία, νευρική υπερδιέγερση, δυστροπία, στρυφνότητα τού χαρακτήρα («σήμερα είναι στις ζοχάδες του») 3. (για πρόσ.) ζοχαδιακός, οχληρός, ενοχλητικός («αυτός μού έχει γίνει ζοχάδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ …   Dictionary of Greek

  • ζοχαδιάρης — α, ικο ζοχαδιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζοχάδα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ερωτ ιάρης, παραπον ιάρης)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»